Κατανεμημένο σύστημα συναγερμού πυρανίχνευσης
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η πυροπροστασία, μέσω της εφαρμογής των αρχών της επιστήμης και της μηχανικής στοχεύει στην προστασία των ανθρώπων, της ιδιοκτησίας και του περιβάλλοντος από μια καταστροφική πυρκαγιά.
Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι έχουν συνειδητοποιήσει ότι η έγκαιρη ανίχνευση πυρκαγιάς έχει θετική επίδραση στον έλεγχο της πυρκαγιάς. Τα παλαιότερα καταγεγραμμένα παραδείγματα πυροπροστασίας εντοπίζονται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τις καταστροφικές πυρκαγιές που ξεκίνησαν στη Ρώμη. Ως αποτέλεσμα, ο αυτοκράτορας Νέρων είχε υιοθετήσει κανονισμούς που απαιτούσαν τη χρήση πυρίμαχου υλικού για την αποκατάσταση τοίχων και κτηρίων.
Η δεύτερη καταγεγραμμένη περίπτωση υιοθέτησης κανονισμών πυροπροστασίας συνέβη το έτος 1666, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου, η οποία κατέστρεψε περισσότερο από το 80%της πόλης. Η πυρκαγιά του Λονδίνου κέντρισε το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του πρώτου εξοπλισμού για την καταστολή πυρκαγιάς με τη μορφή χειροκίνητων αντλιών και εγκατάσταση πυροσβεστικού κρουνού για την παροχή νερού.
Στην Ευρώπη, το 1848 αναπτύχθηκε η πρώτη συσκευή συναγερμού πυρκαγιάς από την C.A. von Steingel, την οποία χειρίζονταν οι πυροσβέστες και χρησιμοποιούσε διακόπτες κουμπιών και διαφορετικά είδη κουδουνιών για να δώσει προκαθορισμένα ηχητικά σήματα.
Η πρώτη τηλεγραφική συσκευή δημιουργήθηκε τρία χρόνια αργότερα στο Βερολίνο και ως τηλεγραφικός εξοπλισμός συναγερμού πυρκαγιάς, χρησιμοποίησε μια καλωδιακή σύνδεση, για να ειδοποιήσει συνολικά 37 πυροσβεστικούς σταθμούς. Η ανάπτυξη των πρώτων αισθητήρων θερμοκρασίας ξεκίνησε με την εισαγωγή των διμεταλλικών αισθητήρων τον 19ο αιώνα. Η αρχή λειτουργίας αυτών των αισθητήρων βασίστηκε στην άνιση διαστολή μεταξύ των δύο μεταλλικών λωρίδων.
Ο καπνός, είναι ένα από τα πρώτα σημάδια πυρκαγιάς στις περισσότερες περιπτώσεις και επομένως είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ανίχνευσή της. Το 1964 αναπτύχθηκε ένας ανιχνευτής καπνού ιονισμού με τροφοδοτικό 24 V από την Alert. Ένα χρόνο μετά την ανακάλυψη των ανιχνευτών ιονίζοντος καπνού, η Duane Pearsall ανέπτυξε έναν φωτοηλεκτρικό ανιχνευτή καπνού.
Σημαντικές αλλαγές στην τεχνολογία των ανιχνευτών καπνού συνέβησαν κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Οι ανιχνευτές καπνού αναπτύχθηκαν αρχικά για την πρόληψη της εκδήλωσης πυρκαγιών σε βιομηχανικά κτήρια όπως εργοστάσια και αποθήκες, καθώς και δημόσια κτήρια, όπου μεγάλος αριθμός ατόμων εκτίθεται σε πιθανή πυρκαγιά.
Η τρίτη γενιά ανιχνευτών καπνού (1975-1990) χαρακτηρίζεται από αυξημένο ενδιαφέρον. Με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών και των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, παρατηρείται μείωση του όγκου των εξαρτημάτων του ανιχνευτή, γεγονός που συμβάλλει άμεσα στη φυσική μείωση του μεγέθους του ανιχνευτή και στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Το 1982, η Pyrotronics XL3 παρουσίασε τον πρώτο αναλογικά διευθυνσιοδοτούμενο ανιχνευτή.
ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΥΡΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΑΝΙΧΝΕΥΤΩΝ
Το σύστημα συναγερμού πυρκαγιάς έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη διάσωση της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας, αλλά είναι αποτελεσματικό μόνο εάν μπορεί να παρασχεθεί αξιόπιστη και γρήγορη προειδοποίηση με ακριβή θέση πυρκαγιάς.
Υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ του ποσού της ζημίας που προκαλείται από πυρκαγιά και του χρόνου επέμβασης. Καθώς ο χρόνος της επέμβασης μειώνεται, η ζημία μειώνεται επίσης. Δεδομένου ότι ο χρόνος αντίδρασης του συστήματος συναγερμού πυρκαγιάς (χρόνος μεταξύ ανίχνευσης και κατάσβεσης) είναι η κύρια αποστολή του, το σύστημα πρέπει να ανιχνεύσει την πυρκαγιά το συντομότερο δυνατό προκειμένου να μειώσει τη ζημία. Δίνεται μεγάλη προσοχή σε αυτό το ζήτημα, το οποίο απαιτεί επαγγελματική προσέγγιση στον σχεδιασμό και την κατασκευή του κτηρίου, έχοντας κατά νου τις συνθήκες (μέγεθος, πλήθος ανθρώπων, χρήση, κλπ.) καθώς και το σύνολο κανονισμών (EN54,LPCB,UL, κλπ.) και απαιτήσεων για συναγερμούς πυρκαγιάς και συστήματα ανίχνευσης.
Η σωστή επιλογή συστήματος πυρανίχνευσης και ανιχνευτών για έναν συγκεκριμένο τύπο κτηρίου/χώρου, μπορεί να αποτρέψει σημαντικά την εξάπλωση της πυρκαγιάς, επιτρέποντας έτσι τη γρήγορη εκκένωση από τους χώρους που έχει προκληθεί το συμβάν (φωτιά, διαρροή επικίνδυνων αερίων, κλπ). Επιπλέον, ένα σύστημα συναγερμού πυρκαγιάς ακολουθεί αυτόματα μια σειρά ενεργειών όπως το κλείσιμο των πυράντοχων θυρών, την απενεργοποίηση των συστημάτων εξαερισμού, την ηχητική και φωτεινή σηματοδότηση, την εκκίνηση συστημάτων πυρόσβεσης και ούτω καθεξής.
Τα πρώτα συστήματα ήταν συμβατικού τύπου, με καλωδίωση τύπου Β, δηλαδή καλωδιακές ζώνες όπου ξεκινούσαν από την κεντρική μονάδα, συνδέονταν ανιχνευτές διαφόρων τύπων ανίχνευσης και στο τέλος της γραμμής, η αντίσταση ελέγχου (EOL), χωρίς σημειακή αναγνώριση της πυρκαγιάς. Σε αυτή την περίπτωση, ο ανιχνευτής δίνει τον συναγερμό μη λαμβάνοντας όμως υπόψη τις υπόλοιπες συνθήκες που μπορεί να μεταβάλλουν την προκαθορισμένη εργοστασιακή ρύθμισή του (μόνιμη βρωμιά θαλάμου ανίχνευσης, αλλαγές στην πίεση και θερμοκρασία του περιβάλλοντος, κλπ.).
Ακολούθησαν τα αναλογικά διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα πυρανίχνευσης, τα οποία λειτουργώντας συνήθως με καλωδίωση τύπου Α (βρόχου ή Loop) και προηγμένους ανιχνευτές με ενσωματωμένους απομονωτές βραχυκυκλώματος, οι οποίοι επικοινωνούν με τη κεντρική μονάδα με δεδομένα και αμφίδρομα και έχουν σημειακή αναγνώριση, πολύ πιο ασφαλή και έγκαιρη την προειδοποίηση για πυρκαγιά. Ειδικά οι ανιχνευτές πολλαπλών κριτηρίων (καπνού, θερμοκρασίας και μονοξειδίου), δίνουν μια πολύ έγκαιρη
Ανιχνευτής καπνού, θερμοδιαφορικός & CO της COFEM.
ειδοποίηση για φωτιά προτού αυτή ξεκινήσει ως ανοιχτή φλόγα (υφέρπουσες φωτιές), λόγω της παραγωγής μονοξειδίου του άνθρακα από την ατελή καύση. Επίσης, έγινε εφικτό, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, η δημιουργία ασύρματης επικοινωνίας κεντρικής μονάδας και ανιχνευτών σε μικτά συστήματα (καλωδιακά και ασύρματα) ή και αμιγώς ασύρματα συστήματα πυρανίχνευσης εκεί όπου για διάφορους λόγους δεν είναι δυνατόν να εγκατασταθούν καλώδια. Ακόμη, η δυνατότητα Redundancy (πλεονασμός) που έχουν ορισμένα από τα διευθυνσιοδοτούμενα συστήματα (διπλοί επεξεργαστές, βρόγχοι κλπ.) καθώς και η δυνατότητα οπτικοποίησης των συμβάντων για ακόμη πιο έγκαιρη αντίδραση, τα έχουν κάνει μονόδρομο σε μεγάλες και πολύ μεγάλες εφαρμογές.
Αλλά ακόμη και η σημερινή τεχνολογία πυρανίχνευσης, δεν αποκλείει τον άνθρωπο, πράγμα που σημαίνει ότι ο ανθρώπινος παράγοντας εξακολουθεί να έχει μεγάλη επιρροή στην πυροπροστασία. Η πολυπλοκότητα της τεχνολογίας πυρανίχνευσης απαιτεί επίσης κατανόηση του συστήματος από τον τελικό χρήστη, κάτι που μερικές φορές μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα εάν ο χρήστης δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένος και δεν έχει τα προσόντα για να εργαστεί με το σύστημα. Επίσης, η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών από σχεδιαστές, μηχανικούς και χρήστες και η εισαγωγή στην ευρεία χρήση, απαιτεί μια ορισμένη περίοδο προσαρμογής. Με την πλήρη ενσωμάτωση των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών μαζί με την τεχνολογία ευφυών αισθητήρων στα συστήματα συναγερμού και ανίχνευσης πυρκαγιάς, θα επιτευχθεί ο μέγιστος δυνατός βαθμός πυροπροστασίας παρέχοντας καλύτερη και απλούστερη λειτουργικότητα στους τελικούς χρήστες.
Εν τέλει, ένα αυτόματο σύστημα πυρανίχνευσης είναι ένα σύστημα στο οποίο αναθέτουμε την ασφάλεια της ζωής μας και της περιουσίας μας και γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να είναι πάντα σε άριστη κατάσταση έτσι ώστε να εκτελέσει την αποστολή του με τον καλύτερο τρόπο, χωρίς περιορισμούς και συμβιβασμούς στην αποτελεσματικότητά του.