Για 3η φορά, το ΕΒΕΑ σε συνεργασία με την Deloitte, υλοποίησε την έρευνα επιχειρηματικότητας, η οποία διενεργείται σε τριμηνιαία βάση. Στην έρευνα κλήθηκαν να λάβουν μέρος τα μέλη του ΕΒΕΑ με στόχο τη συγκέντρωση της οπτικής τους σε επιμέρους θεματικές ενότητες υψηλού ενδιαφέροντος για το ελληνικό επιχειρείν και την αποτύπωση του «σφυγμού» του αντίστοιχου οικοσυστήματος.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το μακροοικονομικό περιβάλλον, εξακολουθούν να υφίστανται διαφοροποιήσεις, σε επίπεδο μεγέθους των επιχειρήσεων, ως προς την εκτίμησή τους για την υφιστάμενη κατάσταση και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 10 ατόμων εμφανίζονται με ουδέτερη ή θετική αίσθηση για την υφιστάμενη κατάσταση της οικονομίας και την προοπτική της, εν αντιθέσει με μικρότερες επιχειρήσεις που παρουσιάζονται περισσότερο συγκρατημένες. Πιθανή πηγή σκεπτικισμού ως προς την πορεία της ελληνικής οικονομίας αποτελεί το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τα ίδια εμπόδια αναφορικά με την απρόσκοπτη δραστηριοποίησή τους, ήτοι το φορολογικό πλαίσιο, τη γραφειοκρατία και τις πληθωριστικές πιέσεις.
Ως προς τη διαφοροποίηση του κύκλου εργασιών σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, οι περισσότερες επιχειρήσεις με έως 3 εργαζόμενους καθώς και επιχειρήσεις με 4-10 εργαζομένους, παρουσιάζουν είτε σταθερότητα είτε αύξηση ως προς τον κύκλο εργασιών τους σε σχέση με πέρυσι. Επιπλέον, ιδιαίτερα ελπιδοφόρο είναι ότι περίπου 1 στις 2 επιχειρήσεις με 11 έως 250 εργαζομένους, έχουν αυξήσει τον κύκλο εργασιών τους ως προς το προηγούμενο έτος.
Επιπλέον, ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθούν – όπως στο προηγούμενο τρίμηνο – να έχουν ή να σκοπεύουν να αποκτήσουν εξαγωγική δραστηριότητα, η οποία, προϊόντος του χρόνου, προβλέπεται είτε να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα είτε να αυξηθεί, ενώ σχεδόν ίδιος αριθμός επιχειρήσεων με το προηγούμενο τρίμηνο διαθέτουν ή επίκειται να αναπτύξουν επενδυτικό πλάνο και περισσότερες εξ αυτών πλέον κάνουν ή πρόκειται να κάνουν επενδύσεις σημαντικής αξίας.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να μην ενστερνίζονται τα δυνητικά οφέλη από την πράσινη μετάβαση στον ίδιο βαθμό που τα αναγνωρίζουν για την ψηφιακή μετάβαση, παρόλο που η άποψη ότι η πράσινη μετάβαση οδηγεί σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα είναι ελαφρώς υψηλότερη.