Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας διεξήγαγε έρευνα πεδίου σε 200 μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε περιοχές που επλήγησαν από έντονα φυσικά φαινόμενα το 2023.
Η έρευνα τεκμηριώνει τη σφοδρότητα του πλήγματος σε όρους υλικών ζημιών και λειτουργικών διαταράξεων, ενώ παράλληλα αναδεικνύει την αποφασιστικότητα των επιχειρηματιών να αντιδράσουν και να προσαρμοστούν στις προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή.
Το ετήσιο κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων παγκοσμίως την περίοδο 2020-2023 αυξήθηκε κατά 30% από τον μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, το σχετικό κόστος έφτασε τα €0,5 δισ. το 2021 (από €0,01 δισ. το 2013).
Τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις, στις πληγείσες περιοχές του 2023, επηρεάστηκαν αρνητικά, με το 30% να έχει υλικές ζημιές και το 42% να αντιμετωπίζει προβλήματα λειτουργικότητας. Ταυτόχρονα, το 60% των ΜμΕ αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε αναδιάταξη της εφοδιαστικής/εμπορικής τους αλυσίδας, αναζητώντας νέους προμηθευτές και νέα κανάλια διάθεσης προϊόντων/υπηρεσιών. Συνολικά, οι επιχειρήσεις αυτές χρειάστηκαν δύο μήνες για να επανέλθουν.
Ωστόσο, παρά τη σφοδρότητα των ζημιών, τα 2/3 των συγκεκριμένων ΜμΕ σχεδιάζουν επενδύσεις για την επόμενη τριετία, με το 41% εξ αυτών να δηλώνει ότι η επενδυτική απόφαση είχε ως αφορμή τις καταστροφές.
Παράλληλα, οι πληγείσες ΜμΕ θωρακίζονται έναντι κάποιας μελλοντικής πιθανής καταστροφής, με την ασφαλιστική κάλυψη να ξεπερνάει το 88%, αύξηση 15 μονάδων σε σύγκριση με το παρελθόν.